- λυσιτελείᾳ
- λυσιτελείᾱͅ , λυσιτέλειαadvantagefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυσιτέλεια — advantage fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτέλεια — η (Α λυσιτέλεια) [λυσιτελής] κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ) αρχ. φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές β) «διὰ λυσιτέλειαν» για οικονομία … Dictionary of Greek
λυσιτελείας — λυσιτελείᾱς , λυσιτέλεια advantage fem acc pl λυσιτελείᾱς , λυσιτέλεια advantage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτελείαι — λυσιτελείᾱͅ , λυσιτέλεια advantage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτελειῶν — λυσιτέλεια advantage fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτελείαις — λυσιτέλεια advantage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιτέλειαν — λυσιτέλεια advantage fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοτέλεια — ἱστοτέλεια, ἡ (Α) επιδέξια υφάντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τέλεια (< τελής < τέλος), κατά το σχήμα εντελής: εντέλεια, λυσιτελής: λυσιτέλεια, χωρίς τη μεσολάβηση επιθ. *ἱστοτελής] … Dictionary of Greek